Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Η ιστορία

Η ιστορία είναι μία, αυτή που βλέπουν τα μάτια σου κι όπως και να στην πούμε εσύ είσαι αυτός που θα την φτιάξεις μες στο μυαλό σου.
Η ιστορία λοιπόν είναι όνειρο, στα όρια του παράλογου, του μη-συνειδητού, του άφταστου εσωτερικού σου.

Η έμπνευση είναι, κρυπτογραφημένο μήνυμα του υποσυνειδήτου στην συνείδηση σου, την σκέψη σου.
Η έμπνευση είναι εσύ που κρύβεται.

Η ιστορία αυτή είναι έμπνευση που αποφάσισε να σταματήσει να κρύβεται.
Να βγει απ'το χάος το προσωπικό μου, να μπει στο δικό σας, να γίνει χάος, ξανά.

Σταμάτα για λίγο και δες την πραγματικότητα, σαν ιστορία. 
Οι λέξεις, οι κινήσεις σου γράφουν σελίδες και οι αποφάσεις σου αλλάζουν κεφάλαια.

Η ιστορία μου θα είναι τραγούδι, για μια κοπέλα που χόρευε με τα χέρια ανοιχτά, απέναντι, ενάντια σ' ό,τι τη σταματούσε. Ευθέως αντίθετα σ' ό,τι την ηρεμούσε(γιατί; αυτό θα είναι το μυστήριο του βιβλίου).

Στο πρώτο κεφάλαιο γύρω από την κοπέλα, θα υπάρχει μια σαφής πλοκή, πρόσωπα συγκεκριμένα, θα έχουμε εξέλιξη, χαρές και συγκινήσεις, σε σωστές δόσεις. Αγωνία 3 σελίδες πριν από το τέλος, και ανακουφιστική εκπλήρωση όλων των προσδοκιών. Ο αναγνώστης θα χαμογελά. 

Στο δεύτερο κεφάλαιο, το βιβλίο θα γίνεται εσωτερικό, θα περιστρέφεται και θα αυτοπεριορίζεται. Τα πρόσωπα θα είναι συμβολικά, αόριστα, αόρατα θα πετούν από πάνω του. Δεν θα έχουμε ευθεία εξέλιξη, δυστυχώς. Αναμασήματα και οπισθογυρίσματα και ερωτηματικά. Η κοπέλα η ίδια σβήνει την πλοκή, εξαφανίζει το τέλος. Γελά με την πεποίθηση μας, ότι θα φτάσει κι αυτή μέχρι το τέλος. Η κατακλείδα αγνοείται κάπου ανάμεσα στους καπνούς. Ο αναγνώστης τουλάχιστον θα απορεί. 

Το τρίτο κεφάλαιο, δεν θα έχει το κουράγιο να το διαβάσει κανένας. Κι έτσι όλοι κάνουν ότι δεν υπάρχει, και στις συζητήσεις, στις βιβλιοκριτικές, το τρώνε, το καταπίνουν, αποφασίζουν να κάνουν σαν να μη γράφτηκε ποτέ. Και, φυσικά, ήταν το πιο σημαντικό. Σκεφτείτε μόνο, ότι οι μισές σελίδες ήταν άδειες, προσφέρονταν στους αναγνώστες για αυτοσχεδιασμό. Αλλά είπαμε, δεν το 'μαθε κανείς.

Για όσους είναι περίεργοι και προσποιούνται ότι θα το διαβάσουν, αρχίζει μετά τη σελίδα με τα ξεθωριασμένα γράμματα και τιτλοφορείται:
"Τι με κρατά από το να χαθώ μέσα σε δρόμους που καίνε".


Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Daddy

You do not do, you do not do
Any more, black shoe
In which I have lived like a foot
For thirty years, poor and white,
Barely daring to breathe or Achoo.

Daddy, I have had to kill you.
You died before I had time---
Marble-heavy, a bag full of God,
Ghastly statue with one grey toe
Big as a Frisco seal

And a head in the freakish Atlantic
Where it pours bean green over blue
In the waters off beautiful Nauset.
I used to pray to recover you.
Ach, du.

In the German tongue, in the Polish town
Scraped flat by the roller 
Of wars, wars, wars.
But the name of the town is common.
My Polack friend

Says there are a dozen or two.
So I never could tell where you
Put your foot, your root,
I never could talk to you.
The tongue stuck in my jaw.

It stuck in a barb wire snare.
Ich, ich, ich, ich,
I could hardly speak.
I thought every German was you.
And the language obscene

An engine, an engine
Chuffing me off like a Jew.
A Jew to Dachau, Auschwitz, Belsen.
I began to talk like a Jew.
I think I may well be a Jew.

The snows of the Tyrol, the clear beer of Vienna
Are not very pure or true.
With my gypsy ancestress and my weird luck
And my Taroc pack and my Taroc pack
I may be a bit of a Jew.

I have always been scared of *you*,
With your Luftwaffe, your gobbledygoo.
And your neat mustache
And your Aryan eye, bright blue.
Panzer-man, panzer-man, O You---

Not God but a swastika
So black no sky could squeak through.
Every woman adores a Fascist,
The boot in the face, the brute
Brute heart of a brute like you.

You stand at the blackboard, daddy,
In the picture I have of you,
A cleft in your chin instead of your foot
But no less a devil for that, no not
Any less the black man who

Bit my pretty red heart in two.
I was ten when they buried you.
At twenty I tried to die
And get back, back, back to you.
I thought even the bones would do.

But they pulled me out of the sack,
And they stuck me together with glue.
And then I knew what to do.
I made a model of you,
A man in black with a Meinkampf look

And a love of the rack and the screw.
And I said I do, I do.
So daddy, I'm finally through.
The black telephone's off at the root,
The voices just can't worm through.

If I've killed one man, I've killed two---
The vampire who said he was you
and drank my blood for a year,
Seven years, if you want to know.
Daddy, you can lie back now.

There's a stake in your fat, black heart
And the villagers never liked you.
They are dancing and stamping on you.
They always *knew* it was you.
Daddy, daddy, you bastard, I'm through.
October 12, 1962
Sylvia Plath


Μία εισαγωγή στο μεγάλο αφιέρωμα που ετοιμάζω για να φτιάξω το κέφι στους αναγνώστες(;;) του ιστολογίου, ενόψει εξεταστικής:

Συγγραφή και μανιοκατάθλιψη.

Σύλβια Πλαθ, Βιρτζίνια Γουλφ, Τενεσί Ουίλιαμς, Μαργαρίτα Καραπάνου.