Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Είναι μεγάλη ωριμότητα να παραδέχεσαι ότι πονάς, χωρίς να κάνεις όμως τον πόνο σου σημαία, είναι μεγάλη ανωτερότητα να λες στον άλλον πως υποφέρεις, αν δε το κάνεις για να τον δεσμεύσεις. Είναι μεγάλο συναίσθημα να σβήνεις τον εγωισμό σου, ν αφήνεις ακάλυπτα σημεία, αν δε το κάνεις από αδυναμία, αν δε το κάνεις για εκβιασμό.
Εσύ δεν το κάνεις ποτέ. Εσύ δεν χαμογελάς πικρά ποτέ, μην πάρω την ευχαρίστηση του πόνου σου, εσύ δεν κλαις ποτέ, μην χαρώ τα δάκρυα σου, μην δω σ' αυτά την αγάπη σου. Εσύ δεν μίλησες ποτέ λίγο παραπάνω, δεν σου ξέφυγε τίποτα που να μ' έκανε λίγο πιο χαρούμενη από πριν, εσένα σου ξέφευγαν μόνο μαχαίρια, μου έλεγες μόνο για την ευτυχία της καινούριας ζωής σου.
Ποτέ δεν κατάλαβες τι σημασία έχει για μένα να σε δω να πονάς, όχι γιατί σε θέλω πίσω, όχι γιατί εκμαιεύω σαδιστικά την επιβεβαίωση μου, αλλά γιατί έτσι μόνο θα τιμήσεις την αγάπη μας, έτσι θα πάρουν αυτά που ζήσαμε κατάλληλη θέση στην καρδιά σου.

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.

Κομμένη στη μέση, κομμένη στα δυο, με το 'να πόδι στην αμαρτία και τ' άλλο στη σύνεση. Με δυο φωνές αντιλαλούσες εντός και εκτός μου, η παρανοϊκή φύση μου αρχίζει να γίνεται αντιληπτή από τους περαστικούς. Να συγκρατηθώ να μην ουρλιάξω, έχω την εντύπωση πως θα σκιστεί ο λαιμός μου με καίει σύγκορμα αυτή η ανησυχία, αυτή η ανημπόρια. Βήμα μπρος, σκέψη πίσω, δεν μπορώ να μείνω στη μέση του δρόμου. Αρχίζω να εκνευρίζομαι, όχι με μένα, μ' εκείνα τα βλέμματα τα περίεργα, που δεν σταματάνε, αλλά έπρεπε να το περιμένω η μιζέρια λούζει τον κόσμο που βλέπετε! τον κάνει γκρι, και σ αυτον τον κόσμο αυτή τη στιγμή αποτελώ παράξενη καρικατούρα ζωντάνιας, πυγολαμπίδα στο μαύρο σας φόντο: ό,τι πονάει είναι ζωντανό κυρία μου! Ας μην υιοθετώ ακραία στάση, βρίσκονται στην επικίνδυνη, για όλους τους υπόλοιπους, τρίτη ηλικία. Ας επιστρέψω στα όμορφα διλήμματα μου εκείνα που έφτιαχνα τόση ώρα, τα κεντούσα τόσο γλυκά, με τόση αγάπη που στο τέλος δεν ήθελα να τα λύσω. Αλλά πρέπει για να μη μείνω στη μέση του δρόμου, πρέπει να πάω δεξιά ή αριστερά! Δεξιά φαντάζομαι και μουδιάζουν λίγο τα δάχτυλα μου, ιδρώνω λίγο κ αγγίζομαι. Αριστερά κοιτάζω με τα μάτια ανοιχτά, ελπίζοντας...Μα γυρνάω ξανά ανυπόμονα και νιώθω τα χέρια, μυρίζω τα μαλλιά, ιδρώνω κι άλλο, φαντάζομαι μόνο κι ιδρώνω. Αμαρτία! Γιατί γλιστράω γλιστράω εκεί που δεν πρέπει να πάω, έχω προχωρήσει ήδη πολύ, βουτάω. Μη ρωτάς γιατί δεν πρέπει: γιατί αν έπρεπε δεν θα ήταν ωραίο. Αν επιτρεπόταν δεν θα χαμογελούσες ύστερα ενοχικά, κι η ενοχή είναι αυτό που σου μουδιάζει τα δάχτυλα που θέλει να σε παρασύρει στον πάτο!ΟΙ τύψεις είναι, που σου βάζουν τώρα φωτιά!

Che fece... il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

De profundis(εκ βαθέων)

Όσο ήμουνα στη φυλακή του Γουόντσγουερθ, ποθούσα το θάνατο. Ήταν η μοναδική μου επιθυμία. Όταν με έφεραν εδώ, αφού παρέμεινα δύο μήνες στο αναρρωτήριο, συμφιλιώθηκα με τη συμφορά μου, γιατί η κατάσταση της υγείας μου, παρουσίαζε σταδιακή βελτίωση. Πήρα την απόφαση να δώσω μόνος μου ένα τέλος στη ζωή μου μόλις θα έβγαινα από τη φυλακή. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, αυτή η σκέψη ξεθώριασε μέσα μου και αποφάσισα να ζήσω, φορώντας όμως για πάντα τα ρούχα της θλίψης, όπως ένας βασιλιάς ποτέ δεν αποχωρίζεται την πορφύρα του, να μη χαμογελάσω ποτέ πια, να σπέρνω το πένθος σε όποιο σπίτι μου άνοιγε τις πόρτες του, να κάνω τους φίλους μου ν' ακολουθήσουν το δικό μου μελαγχολικό βήμα, να τους διδάξω πως η θλίψη είναι το αληθινό μυστικό της ζωής να τους δηλητηριάσω τη ζωή με μια θλίψη που δεν ήταν δικιά τους, να τους φαρμακώσω με το δικό μου πόνο. Τώρα νιώθω πολύ διαφορετικά. Αντιλαμβάνομαι πως θα ήταν μεγάλη αγένεια και αχαριστία να κρεμάω τα μούτρα μου μέχρι κάτω όταν θα με επισκέπτονται φίλοι, για να τους αναγκάσω έτσι να κρεμούν κι αυτοί τα μούτρα τους ακόμη πιο κάτω για να μου δείξουν ότι συμπάσχουν μαζί μου. Ή να τους φωνάζω για φαγητό και να τους βάζω να κάθονται αμίλητοι για να δοκιμάσουν πικρά χόρτα και κρέατα μαγειρευμένα για επικήδειο γεύμα. Πρέπει να μάθω τον τρόπο που θα γίνω χαρούμενος και ευτυχισμένος.

Oscar Wilde
απόσπασμα από το De profundis

Πρέπει να συμφιλιωθώ με την ιδέα της επανεκίννησης!

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Τρόμος

Την νύκτα, Δέσποτα Χριστέ μου,
τον νου και την ψυχή μου φύλαττέ μου
σαν γύρω μου αρχινούν και περπατούνε
Όντα και Πράγματα που όνομα δεν έχουν
και τ' άσαρκα ποδάρια των στην κάμαρή μου τρέχουν
και κάμνουν στο κρεββάτι μου κύκλο για να με διούνε -
και με κυττάζουν σαν να με γνωρίζουν
σαν να καγχάζουν άφωνα που τώρα με φοβίζουν.

Το ξέρω, ναι, με καρτερούνε
σαν βδελυρούς καιρούς να μελετούνε
οπόταν ίσως σέρνομουν μαζύ των - μες στο σκότος
με τα όντα και τα πράγματα αυτά ανακατευμένος.
Κι αποφρενιάζουν ο καιρός να ξαναρθή ο πρώτος.
Μα δεν θα νάρθη πια ποτέ· γιατί είμαι εγώ σωμένος,
εις του Χριστού τ' όνομα βαπτισμένος.

Τρέμω σαν αισθανθώ το βράδυ
σαν νοιώσω που μες στο βαθύ σκοτάδι
επάνω μου είναι μάτια καρφωμένα...
Κρύψε με από την όρασί των Δέσποτά μου.

Και σαν μιλούν ή τρίζουνε, μη αφίσεις ως τ' αυτιά μου
κανέν' από τα λόγια των ναρθή τα αφορεσμένα,
μην τύχη και μες στην ψυχή μου φέρουν
καμμιά φρικώδη ανάμνησι απ' τα κρυφά που ξέρουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Και τώρα τ' ακούω έρχονται ξανά.
Σε ποιον δηλώνω την πρόωρη παραίτηση μου;
Γονάτισα στην ήττα μου μπροστά, να ευχαριστηθώ τουλάχιστον
καθώς θα ξεσκίζω
με τα λόγια μου
τους τοίχους, τα πατώματα,
καθώς θα ξύνω με τα νύχια μου να βγάλω
ήχους ανατριχιαστικούς.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε...

(...)Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Καρυωτάκης, "κιθάρες"

Κι απελπισμένα το αναζητούμε, σαν τ' όπιο, την ώρα της ανησυχίας. Πως ν' ομορφύνουμε ψάχνουμε την απελπισία, πως να της δώσουμε ένα πρόσωπο ανεκτό. Να στολίσουν θέλουμε οι λέξεις, ο Λόγος, το αδιέξοδο μας, να το δεχτούμε ύστερα, να επέλθει ειρήνη.
Μα γονατίζουμε όλοι στον ίδιο θεό, και τελειώνουν οι λέξεις, πιστεύουμε όλοι στα ίδια όπλα, κι αυτά μας προδίδουν! γιατί κανείς δεν ηρέμησε, κανείς δεν νίκησε πολεμώντας με δαύτα!

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Και μια μέρα θα μ' αποκηρύξω!

Μια μέρα θα 'χω γράψει τόσα πολλά, θα 'χει μεστώσει μέσα μου ο Λόγος,
θα 'χω σχηματιστεί, λογοτεχνικά και ψυχικά, θα έχω αποκτήσει το δικό μου ύφος, μπορεί να έχω δημιουργήσει και Σχολή! θα είμαι πάντως σεβαστή κι αναγνωρισμένη.

Θα είμαι συγγραφέας περιωπής, θα γράφω μόνο σε εφημερίδες που εκτιμούν το Ωραίο, θα διακηρύσσω ιδέες και θα εκφράζω άποψη σαν άνθρωπος της Τέχνης.

Μα η συγκινητική στιγμή θα είναι εκείνη, που αποφασισμένη, σίγουρη, θ' αποκηρύξω τα πρώιμα δημιουργήματα μου. Θα διαγράψω τελικά, την τωρινή βλακεία μου απ' το χάρτη!

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Εν μέσω μιας ιστορικής ησυχίας...

“Γεννηθήκαμε σε μια πολύ αδιάφορη ιστορική συγκυρία, στην πιο αδιάφορη, γεννηθήκαμε στην κοίλη στροφή της ιστορίας. Εκεί που η κοινωνία, εξασθενημένη, ματωμένη, διαλυμένη σχεδόν απ' τις συγκρούσεις και τους αγώνες της, κλείνεται και σωπαίνει, φοβάται κοιτά γύρω της απειλητικά, τρομοκρατεί και τρομοκρατείται. Ζούμε την μεταβατικότητα, τα συντηρητικά χρόνια εκεί που οι ιδέες τελειώσαν, τα όνειρα φθάρθηκαν, οι ελπίδες κατέρρευσαν. Κανείς δεν είναι σίγουρος γιατί απέτυχε άλλη μια γενιά, να κάνει τη γη Παράδεισο, κανείς δεν ξέρει, δεν κατάλαβε, κανείς δεν είναι σίγουρος για ν' απαντήσει. Η γενιά μας ζει ακριβώς εκεί : ανάμεσα στα φθαρμένα όνειρα και τις σβησμένες ελπίδες, να ψάχνει τα αίτια, να αναλώνεται σ' αναμασήματα, σ' ιστορίες τελειωμένες, να χάνεται στις λεπτομέρειες. Κι ορίστε όλοι μας γεράσαμε πριν την ώρα μας και χάσαμε τις δυνάμεις μας σ' ανούσιες πληροφορίες, δικαιολογίες της ιστορίας, κι ενέργεια δεν έχουμε, δεν έχει κανείς μας πρωτότυπες ιδέες. Κάνουμε πως δεν το ξέρουμε μα δεν έχουμε ανάμεσα μας ούτε έναν ηγέτη, να κάνει τα σχέδια της γενιάς μας, να μας εκφράσει, να μας οδηγήσει στη δική μας τομή. Κάνουμε πως δεν το προσέξαμε ότι όσοι από εμάς δεν είναι πρακτικά ηλίθιοι ή τυφλοί, είναι δυστυχισμένοι στα όρια της κατάθλιψης. Αλλά έτσι είναι δυστυχώς, και το ζω το βλέπω σε κάθε πρόσωπο, μας καταπίνει αυτή η αδιαφορία, μας συνθλίβει, γιατί είναι ολική και αναπόφευκτη. Δεν μπορούμε να πάμε το χρόνο πίσω να γεννηθούμε 100 ή 50 χρόνια πριν, να τον πάμε μπροστά να γεννηθούμε στην επόμενη επανάσταση. Εν τέλει, η ιστορική ησυχία μας φέρνει στα άκρα, αναζητούμε απεγνωσμένα μια φλέβα ζωής. Ζητάμε να βρούμε την σανίδα σωτηρίας μας. Κι όπως υπάρχει αυτή η άμεση σχέση της ψυχής με την Τέχνη, δημιουργείται μέσα μας αυτή η ψευδής ροπή προς την καλλιτεχνικότητα. Αυτή η ροπή υπάρχει γιατί προσπαθούμε απεγνωσμένα ν' αποδείξουμε πως δεν πεθάναμε, κι είναι όμως τα έργα μας νεκρά, στείρα η φαντασία μας, η έμπνευση μας. Δυστυχώς δεν είμαστε η γενιά φαινόμενο όπως πιστεύατε μέχρι σήμερα, αυτή με τους πιο ευαίσθητους ανθρώπους, η γενιά που έχει πιο πολλούς καλλιτέχνες απ όσους έζησαν σ όλη τη γη ως τώρα. Αντιθέτως. Κι είναι τόσο θλιβερό, δείτε τα πρόσωπα σας, θέλουμε τόσο απεγνωσμένα να ξεχωρίσουμε μα είμαστε το μεσαίο σκαλοπάτι! κι είναι κατάρα αυτή γραμμένη στο μέτωπο μας”.

Σταμάτησε να μιλά, κι ένιωσα να με διαπερνά μια ανατριχίλα, μια νότα δημιουργικής απελπισίας.

Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής!

Ας υποθέσουμε λοιπόν πως έμεινε κάτι ακόμα να πούμε! Ας το μοιραστούμε με χαμόγελο!
Ας προσποιηθούμε ότι δεν κρέμεται από πάνω μας, αιμοσταγής
, η Ιστορία,
πρόθυμη να διαλύσει την όποια αίσθηση μοναδικότητας μας, να σβήσει την τελευταία αφελή ελπίδα μας, να μηδενίσει την όποια υποψία παρθενογέννησης στο έργο μας. Ας υποθέσουμε πως δεν στάζει περιφρόνηση πάνω μας, απ' τα βιβλία που ξαπλώνουνε στα ράφια.

Η καλύτερα, ας αισθανθούμε κοινοί γιατί αυτό μας πρέπει. Ας γονατίσουμε, ίδιοι χριστιανοί, μπροστά
σ' αυτούς που τόσο παλιότερα και τι κρίμα! τόσο καλύτερα, ψιθύρισαν τις τωρινές μας σκέψεις.

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Παραιτούμαι

Και να ‘ξερες πόσες φορές προσπάθησα, μάτωσα πάνω απ’ τα χαρτιά μου, ίδρωνα και σκούπιζα με τα χέρια τον ιδρώτα , και σκίζονταν τα χαρτιά, κι απελπισμένος τα άλλαζα ξανά και ξανά. Και να με ‘βλεπες τι ζωή έκανα, δεν σήκωνα κεφάλι απ’ το γραφείο μου δεν έβγαινα ποτέ, ξεχνούσα να φάω να πιω, λιποθυμούσα και σηκωνόμουν μόνος μου ξαφνιασμένος απ’ το κατάντημα μου. Κι ένιωθα ότι αυτό που έκανα ήταν το σωστό, έπρεπε να υποφέρω, να γρατζουνίσω το είναι μου να βγάλει λέξεις, να βγάλει ιστορίες ανείπωτες, βαθιά θαμμένες στα άδυτα της ψυχής μου, έλεγα πως έτσι γίνεται κάποιος συγγραφέας. Και έφτανε μια μέρα που ο οργανισμός μου δεν άντεχε άλλο ήθελε ξεκούραση, ήθελε να αναπνεύσει και μες στις τύψεις μου, έβγαινα δειλά δειλά έξω, οι γείτονες τρόμαζαν να με δουν έτσι αδυνατισμένος που ήμουν, με μάζευαν και με τάιζαν απ’ το σοκ τους, μου έχωναν μπουκιές στο στόμα και με παρακαλούσαν τι σ’ έπιασε πάλι, γιατί καταστρέφεις τον εαυτό σου, και ‘γω μισοπεθαμένος υποσχόμουν πως δεν θα το ξανακάνω, κι υπέφερα σε κάθε μπουκιά πιο πολύ, γιατί δεν άντεξα, δεν άντεξα για άλλη μια φορά να γρατζουνίσω την ψυχή μου ως εκεί που πρέπει. Και περνούσαν οι μέρες και εγώ συνήθιζα στην ζωή, μου άρεσε βλέπεις και μου αρέσει ακόμη, απολαμβάνω τη ζωή όπως λίγοι προικισμένοι ανάμεσα μας. Ερωτευόμουν κάθε δυο μέρες, έκλαιγα γελούσα κάθε πρωί και κάθε βράδυ χόρευα και έπινα, και δεν κοιμόμουνα ποτέ, έκανα φίλους. Λάτρευα την ζωή την προσκυνούσα, την τιμούσα κάθε μέρα. Το σπίτι μου ήταν πάντοτε γεμάτο από καλλιτέχνες κάθε είδους, είχαμε μουσικούς και ζωγράφους, κι εγώ παρίστανα το συγγραφέα, μα κανείς δεν ήξερε πως δεν είχα γράψει ποτέ μου, πως το μόνο που έκανα όταν έλεγα ότι θα γράψω ήταν να παλεύω με τα χαρτιά και τα μελάνια μου, να φτάνω τα όρια μου κι οι λέξεις να μη θέλουν να βγουν, να φτάνω τελικά αναπνοή αναπνοή με τον ίδιο το Θάνατο, κάθε φορά που ήθελα να γράψω να καταστρέφομαι και να μην γράφω. Και πάντα μια μέρα που θα μεθούσαμε γλυκά κι εξαντλημένοι απ’ το τραγούδι θα αρχίζαμε τις αμπελοφιλοσοφίες των χορτασμένων, θα με παρακαλούσαν να τους διαβάσω κάτι κι εγώ θα άρχιζα τα ψέματα μου, πως είναι όλα τα έργα μου μισά, πως ψάχνω τη μαγική κατακλείδα μου, πως δεν γίνεται να τους διαβάσω λίγο, θα σ’ άρεσε εσένα να δείξουμε τον πίνακα σου μισό, ν’ ακούσουμε μισό το τραγούδι σου. Στιγμιαία απελπιζόμουν, ήθελα να τρέξω μακριά τους, αλλά κρατιόμουν μ’ επιτυχία στο ύψος του ρόλου μου, του συγγραφέα. Ύστερα οι φίλοι μου φεύγανε απογοητευμένοι που δεν με πείσανε πάλι, κι εγώ αφού έκλεινα για τελευταία φορά την πόρτα πίσω τους , κατέρρεα μέσα κι έξω μου, έκλαιγα έκλαιγα κι έκλεινα τα πατζούρια, ασφάλιζα την πόρτα, έκλαιγα πιο πολύ, έπεφτα στα γόνατα και θρηνούσα την αποτυχία μου, και μόνο όταν τελείωνε ο οδυρμός, όταν δεν μπορούσα να σκεφτώ από τον πονοκέφαλο, σηκωνόμουν αργά αργά, έπλενα το πρόσωπο μου κι έβγαζα τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι.

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Λέξεις,λέξεις,λέξεις...

Και πως να βιάσεις τις λέξεις να βγουν, πως να τις πείσεις, αφού τις κρατούσες κλειδωμένες τόσο καιρό, λες και δεν ήξερες πως να τις γράψεις,μη τις φοβάσαι, λέξεις είναι, λόγια του αέρα, μελάνι στο κενό. Απλά, μερικές φορές σε κάνουν να νιώθεις υποχείριο, γιατί εκφράζονται σε συγκεκριμένη σειρά, με συγκεκριμένους κανόνες, και άλλες φορές κάνουν πραγματικά ό,τι θέλουν, για παράδειγμα δημιουργούν τυχαίες ρίμες, που θες και προσπαθείς απελπισμένα να τις βγάλεις απ' το κείμενο σου, γιατί είναι τόσο παράφωνες, κι αυτές εμφανίζονται συνεχώς, και αφού δεν έχεις μέσα σου ρίμες, γιατί σου βγαίνουν στο χαρτί, κανείς δεν ξέρει.

Μα το μόνο που έχω και θέλω να μπορέσω κάποια μέρα να γράψω, αν μ αφήσουν οι λέξεις, είναι ο ρυθμός με τον οποίο διαβάζω, αισθάνομαι τα κείμενα σαν μουσική, αλλά μια συγκεκριμένη μελωδία, θαρρείς και νιώθω πως πρέπει να τις βάλω, ώστε ν' ακούσω σωστά αυτά που ήθελαν να πουν, γι αυτό μ εκνευρίζουν οι λέξεις γιατί υπάρχει πάντα ένας τρόπος να τις γράψεις, και με τυραννάνε ώσπου να τις βάλω στην σωστή σειρά.

Και τώρα διαβάζω τη μελωδία, κι είμαι πολύ περίεργη, τη διαβάζεις κι εσύ;