Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Παραιτούμαι

Και να ‘ξερες πόσες φορές προσπάθησα, μάτωσα πάνω απ’ τα χαρτιά μου, ίδρωνα και σκούπιζα με τα χέρια τον ιδρώτα , και σκίζονταν τα χαρτιά, κι απελπισμένος τα άλλαζα ξανά και ξανά. Και να με ‘βλεπες τι ζωή έκανα, δεν σήκωνα κεφάλι απ’ το γραφείο μου δεν έβγαινα ποτέ, ξεχνούσα να φάω να πιω, λιποθυμούσα και σηκωνόμουν μόνος μου ξαφνιασμένος απ’ το κατάντημα μου. Κι ένιωθα ότι αυτό που έκανα ήταν το σωστό, έπρεπε να υποφέρω, να γρατζουνίσω το είναι μου να βγάλει λέξεις, να βγάλει ιστορίες ανείπωτες, βαθιά θαμμένες στα άδυτα της ψυχής μου, έλεγα πως έτσι γίνεται κάποιος συγγραφέας. Και έφτανε μια μέρα που ο οργανισμός μου δεν άντεχε άλλο ήθελε ξεκούραση, ήθελε να αναπνεύσει και μες στις τύψεις μου, έβγαινα δειλά δειλά έξω, οι γείτονες τρόμαζαν να με δουν έτσι αδυνατισμένος που ήμουν, με μάζευαν και με τάιζαν απ’ το σοκ τους, μου έχωναν μπουκιές στο στόμα και με παρακαλούσαν τι σ’ έπιασε πάλι, γιατί καταστρέφεις τον εαυτό σου, και ‘γω μισοπεθαμένος υποσχόμουν πως δεν θα το ξανακάνω, κι υπέφερα σε κάθε μπουκιά πιο πολύ, γιατί δεν άντεξα, δεν άντεξα για άλλη μια φορά να γρατζουνίσω την ψυχή μου ως εκεί που πρέπει. Και περνούσαν οι μέρες και εγώ συνήθιζα στην ζωή, μου άρεσε βλέπεις και μου αρέσει ακόμη, απολαμβάνω τη ζωή όπως λίγοι προικισμένοι ανάμεσα μας. Ερωτευόμουν κάθε δυο μέρες, έκλαιγα γελούσα κάθε πρωί και κάθε βράδυ χόρευα και έπινα, και δεν κοιμόμουνα ποτέ, έκανα φίλους. Λάτρευα την ζωή την προσκυνούσα, την τιμούσα κάθε μέρα. Το σπίτι μου ήταν πάντοτε γεμάτο από καλλιτέχνες κάθε είδους, είχαμε μουσικούς και ζωγράφους, κι εγώ παρίστανα το συγγραφέα, μα κανείς δεν ήξερε πως δεν είχα γράψει ποτέ μου, πως το μόνο που έκανα όταν έλεγα ότι θα γράψω ήταν να παλεύω με τα χαρτιά και τα μελάνια μου, να φτάνω τα όρια μου κι οι λέξεις να μη θέλουν να βγουν, να φτάνω τελικά αναπνοή αναπνοή με τον ίδιο το Θάνατο, κάθε φορά που ήθελα να γράψω να καταστρέφομαι και να μην γράφω. Και πάντα μια μέρα που θα μεθούσαμε γλυκά κι εξαντλημένοι απ’ το τραγούδι θα αρχίζαμε τις αμπελοφιλοσοφίες των χορτασμένων, θα με παρακαλούσαν να τους διαβάσω κάτι κι εγώ θα άρχιζα τα ψέματα μου, πως είναι όλα τα έργα μου μισά, πως ψάχνω τη μαγική κατακλείδα μου, πως δεν γίνεται να τους διαβάσω λίγο, θα σ’ άρεσε εσένα να δείξουμε τον πίνακα σου μισό, ν’ ακούσουμε μισό το τραγούδι σου. Στιγμιαία απελπιζόμουν, ήθελα να τρέξω μακριά τους, αλλά κρατιόμουν μ’ επιτυχία στο ύψος του ρόλου μου, του συγγραφέα. Ύστερα οι φίλοι μου φεύγανε απογοητευμένοι που δεν με πείσανε πάλι, κι εγώ αφού έκλεινα για τελευταία φορά την πόρτα πίσω τους , κατέρρεα μέσα κι έξω μου, έκλαιγα έκλαιγα κι έκλεινα τα πατζούρια, ασφάλιζα την πόρτα, έκλαιγα πιο πολύ, έπεφτα στα γόνατα και θρηνούσα την αποτυχία μου, και μόνο όταν τελείωνε ο οδυρμός, όταν δεν μπορούσα να σκεφτώ από τον πονοκέφαλο, σηκωνόμουν αργά αργά, έπλενα το πρόσωπο μου κι έβγαζα τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι.

2 σχόλια:

vaggelis είπε...

Νιώθω ότι επαναλαμβάνομαι αλλά θα το ξαναπώ ότι με συνεπείρε εξίσου με τις προηγούμενες 4-5 φορές που το χα διαβάσει, η ροή του λόγου σου και η πλουσια φαντασία συναισθημάτων σου.

αμετανόητη είπε...

...Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής...
Καρυωτάκης

Τόσες φορές που παλεύω να το δείξω!