Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Τα μυστικά κάτω απ' το σεντόνι

Κι είναι η παράδοση κόμπος, και κάθε βήμα γυρίζει πίσω. Κι ύστερα δεν θυμάμαι πότε φωτίστηκα και που σταμάτησα να κλάψω. Θέλω πολλά αστέρια, ή θέλω στη χούφτα μου τη γη, μπερδεύτηκα. Κι όσες φωνές, παράφωνες και άκαιρες υπάρξουν, να πάψουν!Δεν λυγίζω σε σφυρίγματα στο αυτί, δεν σταματώ στην αυταρέσκεια μπροστά, περπατώ ξανά, κοιτώ κάτω.
Που 'ναι το κόκκινο πακέτο, θ' ανάψω μόνο για να κάνω κύκλους τον καπνό. Γιατί δεν ήξερε να παίζει, δεν έμαθε ποτέ. Θα παίξω μόνη μου σε κάθε τσιγάρο μ' αρέσει πιο πολύ.

"Παιδί μου", λέει η Φανή, "μάθε το χάδι. Τη νύχτα μάθε τα μυστικά κάτω απ' το σεντόνι, άνοιξε τα πόδια σου κι άφησε τ' αστράκια και τις καταιγίδες να μπουν στα σωθικά σου. Μάθε τη θάλασσα, τους ποταμούς, τα μέλια και τις αγωνίες. Μάθε το σώμα σου, να το πιάνεις, να το σφίγγεις, να το κεντάς, να το ποτίζεις και να το φιλάς. Μάθε να το πιάνεις, να μουγκρίζεις, να κλαις και να γελάς, μάθε τα μυστικά κάτω απ' το σεντόνι".

Μαργαρίτα Καραπάνου "η Κασσάνδρα κι ο Λύκος"

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Σ' αγαπώ

Θέλω να αντέξεις να μου φέρεις ό,τι αστέρι συναντήσεις. Θέλω να δω ό,τι έχεις δει, θέλω ό,τι μυρίσεις να το κόψεις για μένα. Θέλω να σε κρατάω στη γη, να πατάς δίπλα μου, θα σε δέσω να μην ανησυχώ συνεχώς. Θα είμαστε ένα, και έτσι θα σ' ελέγχω συνέχεια. Σε λίγο θα γίνουμε ίδιοι, θα ξέρω τι σκέφτεσαι χωρίς να το πεις. Αξιαγάπητοι. Θα σου φέρνω να τρως ό,τι έφαγα, θα γελάς μ' ό,τι μ' αρέσει, κι εγώ θα σ' αγκαλιάζω με ό,τι αγάπη έχω.

Θέλω να μου φέρεις ό,τι κερδίσεις, θέλω ό,τι σκοτώνεις να μου το ξαπλώνεις στα πόδια. Θέλω να τους μαχαιρώνουμε μαζί. Θα τους φάμε όλους, γιατί εγώ θα σκέφτομαι κι εσύ θα εκτελείς. Αδύναμε μου, σου ταιριάζει καλύτερα. Θα είμαστε ένα ζευγάρι πάνω απ' όλους, γιατί θα τους εξαφανίσουμε όλους. Γελάς και τρέχει αιματάκι απ' το στόμα σου, μη με δαγκώνεις.

Θέλω να θυμηθώ να μην ξανααγαπήσω. Είσαι τέλειος και θέλω μόνο εσένα. Έχω πονέσει, να σε κρατάω όρθιο συνέχεια, και τρέχει αίμα από όπου με τρως, αλλά ξέρω το κάνεις από αγάπη. Το ξέρω σε ξέρω με ξέρω. Είναι τέλεια.

Σ'αγαπώ.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Ίδιος λυγμός

Τόσο κοινή, στο ίδιο τραγούδι, ίδια έμπνευση.
Στο ίδιο πάτωμα, χαμός.
Και στο παραλίγο χαμόγελο, κατέρρευσε,
θυμήθηκε, γραμμές και σχήματα, ίδια,
και τώρα πέφτει και χτυπάει,
στα ίδια ερωτήματα μπροστά.

Στις ίδιες σκέψεις, ίδια,
στεγνή από εκπλήξεις, παραιτήθηκε,
στον κύκλο της που την ζαλίζει,
κι ανοίγει πάλι τα χέρια, τα πόδια,
στον καταρράκτη της μπροστά,
στην πτώση, θύμα κι αυτόχειρας.

Στις ίδιες νότες, ίδια αντίδραση,
ίδιο κλάμα στα ίδια σημεία,
τα πρώτα ξαφνιάσματα, παραφωνίες,
και τώρα πέφτει, να χτυπήσει,
στο ίδιο πάτωμα, χαμός,
στον κύκλο της που την ζαλίζει,
χαμός, στα ίδια μέρη, με τις ίδιες μουσικές.

Ίδια προσπάθησε να ξεφύγει και σταμάτησε
στους ίδιους δισταγμούς μπροστά,
το ίδιο νερό πίνει και την έπεισε.
Κι ίδια απελπισία ύστερα
και ίδιο πάτωμα, χαμός.

Τα ίδια γράμματα, ίδιος λυγμός.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Η ροζ κοπέλα

Η ροζ κοπέλα αυτή που δεν άφησε κάτι χωρίς άρωμα, αυτή που άγγιξε και άλλαξε τα χρώματα στους διαδρόμους που περνούσε, που τραγουδούσε τα όνειρα της, αυτή που άδειαζε τα πρόσωπα από εκφράσεις και τα γέμιζε χαμόγελα, αυτή που ξέχασε κάτι δικό της σε κάθε στάση, που έμεινε μέσα σε υποσυνείδητα για μήνες, αυτή που άλλαξε τους άλλους ώστε να την βλέπουν ίδια, που προσαρμόστηκε τόσο καλά που της φόρτωσαν δάκρυα θαύματα, που γελούσε τόσο γλυκά, της χτίσαν άγαλμα, η ροζ κοπέλα έγινε ροζ, όταν βούτηξε στο σύννεφο της παράνοιας της, του κόσμου που είχε φτιάξει να ελέγχει με τη γοητεία της.

Και μια μέρα έκανε λίστα με όλα τα "μη" της μαμάς. Και άρχισε να διαγράφει.

Είδε να χάνεται το χρώμα απ' τα δαχτυλά της, τα χαμόγελα απ' τα μάτια της, και τα μάγια της έπεφταν στο κενό. Τα δάκρυα θαύματα στεγνώσαν και βούτηξε στα δάκρυα της ντροπής. Και το σύννεφο της δεν τη χωρούσε πια, ήθελε να πέσει, και μέρες τώρα περιμένει πότε να φύγει, πότε να πάψει να είναι παρανοϊκή ευτυχισμένη, θέλει ν' αφήσει το ροζ να γίνει χρυσή, να βάψει και κόκκινα τα χείλη της, θέλει να γίνει τρελή και θλιμμένη.

Της έχουν μείνει πολύ λίγα μη και μετά λογικά θα πέσει.


Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Χαμογελά ανάποδα

Και ξύπνησε μια μέρα, ύστερα από άλλη μια νύχτα, με τα μάτια αστέρια, με τα μάτια σεντόνια, και είχε ξεχάσει πάλι να διαλέξει, τι θα φορέσει. Παραπάτησε να θυμηθεί γιατί σηκώθηκε και έφαγε κρύο στα δάχτυλα και πόνο στο στομάχι για να ξυπνήσει.
"Πάλι τρέμω", κι ήταν η μαύρη γραμμή, ήταν τα κουρασμένα γόνατα που της θύμιζαν κάτι. Ρούφηξε με μανία την αδυναμία της και γιόρτασε στις 12 με μπύρα, άλλη μια χαμένη μέρα.

Γιορτάζει τις χαμένες μέρες της, γιατί σ' αυτές βρίσκει πάντα την ίδια απόλαυση, σαν να χανόταν για πρώτη φορά. Η παρακμή της, δεν χάνει ποτέ κάτι από την αίγλη της, κι αυτή η αίγλη, ασκεί φλογισμένη έλξη.

Σηκώνεται ως το μεσημέρι, με μια μισοσβημένη ελπίδα, ότι δεν ξέρει το τέλος, για να ανάβει κι άλλο στη θέα της πτώσης της, προσποιείται πως είναι καλά, για να ρουφάει ύστερα και να καταπίνει περισσότερη πίκρα.

Την ξέρω.

Το βράδυ η μάγισσα κουρασμένη πονά, μαζεύεται και δεν ξέρει να μετράει χασούρα, γιατί νιώθει βαθιά πια, πως όταν χαμογελάς ανάποδα, δεν χάνεις ποτέ, βλέπεις πάλι χαμόγελα, απλά ανάποδα.

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Που λογαριάζω το μηδέν μου με το άπειρο...

Ας μιλήσουμε για το σημείο μηδέν, που για σένα ήταν το άπειρο, ας καταλάβουμε την πτώση βήμα βήμα. Πως έγινε και δεν στάθηκες, στη μέση έστω να κοιτάξεις πίσω, κι όταν σε πήρε η κατηφόρα, μικρέ μαζοχιστή μου γιατί χαμογελούσες; Όταν το άπειρο σου, γινόταν μπόι σου, όταν το όνειρο σου, γέμιζε ασάφειες, όταν τα λόγια σου, χωρούσαν σε ένα γεια, γιατί δεν μετάνιωσες για την φόρα σου; Γιατί το επέτρεψες, με την σκλαβωμένη σου δήθεν ανωτερότητα, τα δήθεν ξεκαθαρίσματα σου, πως δέχτηκες να τριγυρνάς μεσα σε αυλές με εγκληματίες;
Μπορεί να ρωτάω μα ξέρω, πως αγκιστρώθηκες, πως σε παρέσυρε στην παρεξήγηση της εικόνας. Με σταθερές δόσεις επανασύνδεσης, με σταγονόμετρο αυθορμητισμού. Αν είναι ποτέ δυνατόν, φόρεσε και τα ρούχα της κανονικότητας και σου ζητάει ν' αλληθωρίσεις!
Κάνε ό,τι θέλεις, βλάκα μου, αλλά τα πράγματα είναι ολοφάνερα: ποιος να δημιουργήσει τ' όνειρο όταν το συσκευάζει σε πακέτα; ποιος να σου δώσει τ' άπειρο, αν σου κρατάει λογαριασμό;

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Καπνίζω Μαργαρίτες

Καπνίζω τις Μαργαρίτες μου, με μια διάθεση αυτολύπησης, λυποντροπής α λα Μαλβίνα. Με μια κρίση αυτογνωσίας, με μια ανατριχίλα συνειδητοποίησης. Για ό,τι δεν κάπνισα, δεν εξέπνευσα ποτέ μου, για ό,τι δεν ήπια, δεν μέθυσα. Κλείνω τα μάτια, προσπαθώντας να κρατήσω τις Μαργαρίτες μέσα μου, μ' ενοχλούν τα πνευμόνια μου, και βήχω. Απόψε καπνίζω την παραδοχή μου, περπατώ βλέποντας κάτω. Και όσο δεν θα πονέσω, χαμογελώ με τα μαύρα δόντια μου, τα επιδεικνύω, και χαίρομαι την γνώση μου, κλεισμένη σε κόκκινα πακέτα. Δεν υπάρχει πια τίποτα να δικαιολογήσω, καπνίζω λουλούδια και πίνω όνειρα διεστραμμένα, στα πρώτα μου βήματα. Στο τελευταίο τσιγάρο, ένα χαμόγελο, για τις αλληγορίες, που έγιναν αλήθειες παραμυθένιες.

... Πάω στις μαργαρίτες πέρα στο λιβάδι
πράσινο λιβάδι σα ζωγραφιστό

- Πούθε πας μικρό μου διόλου δεν φοβάσαι
πέρα είν' το λιβάδι ώρες μακριά

Η δικιά μου αγάπη διόλου δεν φοβάται
τ'ανοιχτό τ'αγέρι την δεντρο-σκιά...

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Κοιμήσου μάτια μου

Και απέκτησα συνήθεια, να είμαι ασαφής, να δίνω μισόλογα με χαμόγελα, να σκέφτομαι τρεις απαντήσεις και να μη δίνω καμία, να νιώθω ένοχη, και να εθίζομαι αδίστακτα, πεισματικά. Να παίρνω πρόσωπα, να κάνω εκφράσεις, χαρούμενες σιωπές, ν' αφήνω βλέμματα, γιατί αυτό που φοβάμαι πιο πολύ είναι να δίνω δικαιολογίες. Να εκτίθω σε τόσα μάτια το μέσα μου, το έξω μου και να με κρίνουν, δεν αντέχω την κρίση, τις συμβουλές, γιατί όλο βρίσκω δίκιο στις κατηγορίες, όλο έχουν δίκιο οι φωνές και όλο άδικο οι πράξεις. Δεν αντέχω, μη βαράτε, κι όσοι ζουν ευτυχισμένοι, είναι αυτοί που κρίθηκαν σωστοί, ίσως αυτοί που δεν τους νοιάζει η κρίση. Η ανασφάλεια μου έχει πλέον σχέση με την επιβίωση. Ασφυκτικά κλεισμένη σε μια κατάσταση, που λάθος δεν βλέπεις, αλλά δεν είσαι σωστός, υποφέρω από τα κλισέ που ψιθυρίζουν, μες στο μυαλό μου. Να τα σπάσω τα καταραμένα, αλλά θέλει δύναμη, που να την βρεις, όταν στο δρόμο σου, οι γύρω ώμοι είναι ήδη κλαμμένοι, όταν τα χέρια ιδρώνουν να σε κρατάνε, όταν οι κριτές σου, γίνονται θύματα της άδικης αντίληψης σου. Γκρίνια, ναι, απόγνωση όχι, στην νάρκη της βούλησης που έχω πέσει, μία ακραία αντίδραση δίνει πρόσκαιρα λύση.

Κι αν κλείσω τα μάτια , σ' ό,τι ακουμπώ περνώντας, αν κλείσω τ' αυτιά στα κλισέ, αν μείνω μόνος, τότε δεν έχει βλέμματα πια, τότε πονάει στ' αλήθεια, τότε η Κρίση είναι μία, αυτή που ξέρει καλά, πως δεν δικαιούσαι άφεση, δεν δικαιούσαι παράπονο, η γκρίνια σου είναι τώρα αιτία του πόνου σου, εστία αμαρτίας. Για κει δεν έχω να πω τίποτα πια. Εκεί αν μπορείς να μετράς προβατάκια, να φωνάζεις τραγούδια, να κοιμάσαι αν μπορείς, όσο πιο γρήγορα γίνεται, όταν είσαι μόνος.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Στον δεύτερο μοναδικό μου αναγνώστη

Απείλησα μ' ένα βλέμμα μου την ησυχία.
Γι αυτό φοβήθηκες.
Έσπρωξα την ανοχή στα όρια της.
Είδες σε τι συμβατικά πλαίσια είχες βάλει την ουτοπία, ζήλεψες την δική μου.
Αυτό είναι ζήλεια μου, αποτυχία.
Δεν προσπάθησες να ανέβεις, με τραβούσες κάτω.
Να σπάσουμε ήθελα την κατεστημένη αγάπη τους,
να τα φέρουμε όλα ανάποδα, κι εσύ,
εσύ κοιτούσες να με σταματάς όταν ξέφευγα τα μικρά σου μέτρα.

Ο έρωτας δεν πρέπει να ναι τετριμμένος γιατί δεν είναι έρωτας.
Να σ΄ερωτεύομαι και να 'ναι επανάσταση η τέλεια ένωση μας,
αυτό ήθελα.
Να κάνουμε λίγη την πεπατημένη.
Και εσύ δεν μπόρεσες να καταλάβεις τίποτα, μικρή συνηθισμένη μου.
Πίσω στον καναπέ σου.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Αλήθεια, ναι, αλλά με τι κόστος;

Μέχρι ποια αλήθεια αντέχουν τ' αυτιά σου; Μέχρι ποιο μυστικό; Μην μου φωνάζεις πως μόνο αλήθεια θέλεις, πως το ψέμα είναι ντροπή, πως μου τα 'χεις πει όλα.
Μην το λες αυτό όσο δεν κατανοείς τις παραισθήσεις σου. Όσο δεν συνειδητοποιείς ότι ζεις στ' όνειρο. Δεν είναι ότι δεν σ' αγαπώ και γι αυτό δεν στο λέω, είναι ότι εκεί που βρίσκεσαι αυτό που έχεις χτίσει, το λατρεύεις και δεν θέλω να επωμιστώ το κόστος της καταστροφής. Δεν θέλω και δεν μπορώ να είμαι η αιτία της παρακμής σου. Όχι από φόβο, αλλά από συνείδηση : δεν μπορώ να μιλήσω, γιατί είδα κι εγώ όσα πίστευα διαλυμένα και ξέρεις τι προσπαθώ συνεχώς από τότε; να συντηρώ τα ψέματα που είχα αγαπήσει.
Και δεν μ' αρέσει να 'μαι ερωτευμένη με το τίποτα, κάτσε εσύ εκεί που είσαι στο ροζ συννεφάκι σου, τώρα που προλαβαίνεις και να μην σκέφτεσαι αγάπη μου το κακό που θα σου 'ρθει.
Παίρνω επάνω μου το κόστος της πλάνης σου κι εξαφανίζομαι από μπροστά σου, γιατί δεν αντέχω να σε βλέπω με τα μάτια αλήθωρα μπροστά στην αλήθεια.


Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Και σήμερα ΔΕΝ είμαι ευτυχισμένη!

"Δεν θέλω αλήθεια, μαγεία θέλω"

Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι η ευτυχία βασίζεται σε μια συμφωνία ψευδαισθήσεων.
Οι ευτυχισμένοι φίλοι μου, μοιάζουν μυθομανείς!
Χαμογελούν δήθεν αδιάφορα σε ό,τι τους προκύψει, κλείνονται δήθεν φυσικά,
σ' ότι δεν τους αρέσει, κι ύστερα σφίγγουν τα δόντια με τη σιγουριά πως ναι δεν κάνουν λάθος : το ποτήρι είναι μισογεμάτο.

Η μαγεία που ψάχνω, δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια, αλλά δεν έχει ούτε με την εμμονική ευτυχία. Δεν προσπαθώ να χαμογελώ στις ατυχίες, γιατί μου χαλάνε τη ζωή, δεν σκοπεύω να υπομένω τις δύσκολες μέρες, γιατί δεν μου αρέσουν καθόλου.
Γκρινιάζω και μαυρίζω κάθε φορά, δεν βλέπω άλλο δρόμο.
Λέω πάντα μεγάλα λόγια, λέω ψέμματα, υποκρίνομαι χωρίς να έχω καμία τύψη.
Αλλάζω γνώμη συνέχεια.
Δεν είμαι ο εαυτός μου, με τη μαγεία μου έχω 1000 εαυτούς και υποδύομαι.
Όπως με βολεύει, κι όποιον τον μπέρδεψα, να φύγει από τον δρόμο μου ταχέως.
Θα συνεχίσω να το κάνω γιατί δεν ευτυχώ συμβατικά, γιατί βαριέμαι να 'χω την ίδια διάθεση όλη μέρα: την αισιόδοξη.
Και σας ταλαιπωρώ γιατί την βρίσκω.
Ξέρω πως με την κρίση μου σας βάζω φωτιά και το κάνω συνέχεια!
Να υποφέρετε θέλω, να ζείτε κι εγώ η μεγάλη μαμά που θα φάει τα παιδιά της
στα πρώτα της νεύρα!






Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Στάθηκα στην άκρη

Στάθηκα στην άκρη του γκρεμού, σύρθηκα ως εκεί πάνω, για μέρες, με ματωμένα γόνατα, με σκισμένα χέρια, προσπαθούσα να με πείσω απελπισμένα, πως πρέπει να φτάσω, να πάρω θέση πάνω απ' το χάος.
Εκεί, με μια ανάσα μου, να αναρριγήσω, να μυρίσω τον ίδιο μου τον ιδρώτα, να ατενίσω την καταστροφή σαν κάτι το αναπόφευκτο. Να νιώσω τα πόδια μου να με τραβάνε κάτω, τις πέτρες να γλιστράνε, να χάσω τον έλεγχο, εκεί ακριβώς που δεν πρέπει. Στην άκρη του γκρεμού να κάνω το μοιραίο λάθος.
Τη μαγική στιγμή, εκείνη, που θα ταλαντεύομαι, θα κινδυνεύω, θα απαντήσω σ' όλα μου τα διλήμματα, θα αποφασίσω!
Σίγουρα ναι, θα ξέρω, όταν φτάσω εκεί, θα έχω πια όλες τις απαντήσεις, θα βγουν εκβιαστικά από μέσα μου, ξεσκίζοντας τις αμφιβολίες, τους δισταγμούς μου.
Στάθηκα στην άκρη, και περίμενα τη μαγική στιγμή, κι όλο γλιστρούσα και κρατιόμουν με μανία από τα βράχια.

Μα όσο περίμενα μου δημιουργήθηκε μια ιδέα διεστραμμένη, φαντάστηκα πως εδώ που έφτασα εγκλωβίστηκα και ίσως να μην μπορώ πια να οπισθοχωρήσω, θα ζω από δω και μπρος πάνω απ' το χάος, θα μείνω για πάντα εκεί, ν' αποφασίζω εκβιαστικά. Μ'έπιασε ρίγος απ' το φόβο και προσπάθησα να γυρίσω.

Να πάω πίσω στην ασφάλεια μου, να μην αποφασίσω τίποτα!

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Ανέραστε εραστή μου

Άλλο εκ των υστέρων αφροδιακό κι άλλο προϋπόθεση ανασφαλή εραστή μου! Μου προκαλείς μια θλίψη, όπως σε βλέπω να πίνεις ελπίζοντας. Ο αισθησιασμός, ανέραστε μου, δεν κρύβεται στο ποτήρι σου, δεν είναι τόσο φτηνός, δεν κρύφτηκε εκεί γιατί δεν του ταιριάζει. Ο έρωτας θέλει μάτια μου σωματική αυτογνωσία, θέλει συνείδηση, θέλει παράδοση. Μην πίνεις γιατί δεν θα μπορείς να με φέρεις βόλτα.
Με απελπίζεις που δεν σταματάς, σε κάθε γουλιά προσποιείσαι την αυτοπεποίθηση σου. Έτσι κυνηγάς εσύ, παίζοντας το θήραμα;
Θα πιω εγώ καλύτερα, άστο, θα γίνω χάλια, μες στη θολούρα μου να ακούω τα αμήχανα αστεία σου ξεκαρδιστικά, να νιώθω τα πρόστυχα χέρια σου ερωτευμένα. Άστο αγάπη μου, μην πίνεις άλλο, θα πιω εγώ, ξέρω εγώ πως γίνεται, θα σου γελάω πιο πολύ και θα σε γυροφέρνω, θα σου χορεύω και λίγο πρόστυχα, θα σ' ειρωνεύομαι και θα πετάω υποννοούμενα συνέχεια, να πιάσεις το νόημα να γίνει επιτέλους το κακό.
Γιατί κακό το κατήντησες με τη βλακεία σου. Κοίτα τον πως με πασπατεύει! Αγόρι μου κανείς δεν σου 'μαθε την Τέχνη;

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Είναι μεγάλη ωριμότητα να παραδέχεσαι ότι πονάς, χωρίς να κάνεις όμως τον πόνο σου σημαία, είναι μεγάλη ανωτερότητα να λες στον άλλον πως υποφέρεις, αν δε το κάνεις για να τον δεσμεύσεις. Είναι μεγάλο συναίσθημα να σβήνεις τον εγωισμό σου, ν αφήνεις ακάλυπτα σημεία, αν δε το κάνεις από αδυναμία, αν δε το κάνεις για εκβιασμό.
Εσύ δεν το κάνεις ποτέ. Εσύ δεν χαμογελάς πικρά ποτέ, μην πάρω την ευχαρίστηση του πόνου σου, εσύ δεν κλαις ποτέ, μην χαρώ τα δάκρυα σου, μην δω σ' αυτά την αγάπη σου. Εσύ δεν μίλησες ποτέ λίγο παραπάνω, δεν σου ξέφυγε τίποτα που να μ' έκανε λίγο πιο χαρούμενη από πριν, εσένα σου ξέφευγαν μόνο μαχαίρια, μου έλεγες μόνο για την ευτυχία της καινούριας ζωής σου.
Ποτέ δεν κατάλαβες τι σημασία έχει για μένα να σε δω να πονάς, όχι γιατί σε θέλω πίσω, όχι γιατί εκμαιεύω σαδιστικά την επιβεβαίωση μου, αλλά γιατί έτσι μόνο θα τιμήσεις την αγάπη μας, έτσι θα πάρουν αυτά που ζήσαμε κατάλληλη θέση στην καρδιά σου.

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.

Κομμένη στη μέση, κομμένη στα δυο, με το 'να πόδι στην αμαρτία και τ' άλλο στη σύνεση. Με δυο φωνές αντιλαλούσες εντός και εκτός μου, η παρανοϊκή φύση μου αρχίζει να γίνεται αντιληπτή από τους περαστικούς. Να συγκρατηθώ να μην ουρλιάξω, έχω την εντύπωση πως θα σκιστεί ο λαιμός μου με καίει σύγκορμα αυτή η ανησυχία, αυτή η ανημπόρια. Βήμα μπρος, σκέψη πίσω, δεν μπορώ να μείνω στη μέση του δρόμου. Αρχίζω να εκνευρίζομαι, όχι με μένα, μ' εκείνα τα βλέμματα τα περίεργα, που δεν σταματάνε, αλλά έπρεπε να το περιμένω η μιζέρια λούζει τον κόσμο που βλέπετε! τον κάνει γκρι, και σ αυτον τον κόσμο αυτή τη στιγμή αποτελώ παράξενη καρικατούρα ζωντάνιας, πυγολαμπίδα στο μαύρο σας φόντο: ό,τι πονάει είναι ζωντανό κυρία μου! Ας μην υιοθετώ ακραία στάση, βρίσκονται στην επικίνδυνη, για όλους τους υπόλοιπους, τρίτη ηλικία. Ας επιστρέψω στα όμορφα διλήμματα μου εκείνα που έφτιαχνα τόση ώρα, τα κεντούσα τόσο γλυκά, με τόση αγάπη που στο τέλος δεν ήθελα να τα λύσω. Αλλά πρέπει για να μη μείνω στη μέση του δρόμου, πρέπει να πάω δεξιά ή αριστερά! Δεξιά φαντάζομαι και μουδιάζουν λίγο τα δάχτυλα μου, ιδρώνω λίγο κ αγγίζομαι. Αριστερά κοιτάζω με τα μάτια ανοιχτά, ελπίζοντας...Μα γυρνάω ξανά ανυπόμονα και νιώθω τα χέρια, μυρίζω τα μαλλιά, ιδρώνω κι άλλο, φαντάζομαι μόνο κι ιδρώνω. Αμαρτία! Γιατί γλιστράω γλιστράω εκεί που δεν πρέπει να πάω, έχω προχωρήσει ήδη πολύ, βουτάω. Μη ρωτάς γιατί δεν πρέπει: γιατί αν έπρεπε δεν θα ήταν ωραίο. Αν επιτρεπόταν δεν θα χαμογελούσες ύστερα ενοχικά, κι η ενοχή είναι αυτό που σου μουδιάζει τα δάχτυλα που θέλει να σε παρασύρει στον πάτο!ΟΙ τύψεις είναι, που σου βάζουν τώρα φωτιά!

Che fece... il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

De profundis(εκ βαθέων)

Όσο ήμουνα στη φυλακή του Γουόντσγουερθ, ποθούσα το θάνατο. Ήταν η μοναδική μου επιθυμία. Όταν με έφεραν εδώ, αφού παρέμεινα δύο μήνες στο αναρρωτήριο, συμφιλιώθηκα με τη συμφορά μου, γιατί η κατάσταση της υγείας μου, παρουσίαζε σταδιακή βελτίωση. Πήρα την απόφαση να δώσω μόνος μου ένα τέλος στη ζωή μου μόλις θα έβγαινα από τη φυλακή. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, αυτή η σκέψη ξεθώριασε μέσα μου και αποφάσισα να ζήσω, φορώντας όμως για πάντα τα ρούχα της θλίψης, όπως ένας βασιλιάς ποτέ δεν αποχωρίζεται την πορφύρα του, να μη χαμογελάσω ποτέ πια, να σπέρνω το πένθος σε όποιο σπίτι μου άνοιγε τις πόρτες του, να κάνω τους φίλους μου ν' ακολουθήσουν το δικό μου μελαγχολικό βήμα, να τους διδάξω πως η θλίψη είναι το αληθινό μυστικό της ζωής να τους δηλητηριάσω τη ζωή με μια θλίψη που δεν ήταν δικιά τους, να τους φαρμακώσω με το δικό μου πόνο. Τώρα νιώθω πολύ διαφορετικά. Αντιλαμβάνομαι πως θα ήταν μεγάλη αγένεια και αχαριστία να κρεμάω τα μούτρα μου μέχρι κάτω όταν θα με επισκέπτονται φίλοι, για να τους αναγκάσω έτσι να κρεμούν κι αυτοί τα μούτρα τους ακόμη πιο κάτω για να μου δείξουν ότι συμπάσχουν μαζί μου. Ή να τους φωνάζω για φαγητό και να τους βάζω να κάθονται αμίλητοι για να δοκιμάσουν πικρά χόρτα και κρέατα μαγειρευμένα για επικήδειο γεύμα. Πρέπει να μάθω τον τρόπο που θα γίνω χαρούμενος και ευτυχισμένος.

Oscar Wilde
απόσπασμα από το De profundis

Πρέπει να συμφιλιωθώ με την ιδέα της επανεκίννησης!

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Τρόμος

Την νύκτα, Δέσποτα Χριστέ μου,
τον νου και την ψυχή μου φύλαττέ μου
σαν γύρω μου αρχινούν και περπατούνε
Όντα και Πράγματα που όνομα δεν έχουν
και τ' άσαρκα ποδάρια των στην κάμαρή μου τρέχουν
και κάμνουν στο κρεββάτι μου κύκλο για να με διούνε -
και με κυττάζουν σαν να με γνωρίζουν
σαν να καγχάζουν άφωνα που τώρα με φοβίζουν.

Το ξέρω, ναι, με καρτερούνε
σαν βδελυρούς καιρούς να μελετούνε
οπόταν ίσως σέρνομουν μαζύ των - μες στο σκότος
με τα όντα και τα πράγματα αυτά ανακατευμένος.
Κι αποφρενιάζουν ο καιρός να ξαναρθή ο πρώτος.
Μα δεν θα νάρθη πια ποτέ· γιατί είμαι εγώ σωμένος,
εις του Χριστού τ' όνομα βαπτισμένος.

Τρέμω σαν αισθανθώ το βράδυ
σαν νοιώσω που μες στο βαθύ σκοτάδι
επάνω μου είναι μάτια καρφωμένα...
Κρύψε με από την όρασί των Δέσποτά μου.

Και σαν μιλούν ή τρίζουνε, μη αφίσεις ως τ' αυτιά μου
κανέν' από τα λόγια των ναρθή τα αφορεσμένα,
μην τύχη και μες στην ψυχή μου φέρουν
καμμιά φρικώδη ανάμνησι απ' τα κρυφά που ξέρουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Και τώρα τ' ακούω έρχονται ξανά.
Σε ποιον δηλώνω την πρόωρη παραίτηση μου;
Γονάτισα στην ήττα μου μπροστά, να ευχαριστηθώ τουλάχιστον
καθώς θα ξεσκίζω
με τα λόγια μου
τους τοίχους, τα πατώματα,
καθώς θα ξύνω με τα νύχια μου να βγάλω
ήχους ανατριχιαστικούς.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε...

(...)Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Καρυωτάκης, "κιθάρες"

Κι απελπισμένα το αναζητούμε, σαν τ' όπιο, την ώρα της ανησυχίας. Πως ν' ομορφύνουμε ψάχνουμε την απελπισία, πως να της δώσουμε ένα πρόσωπο ανεκτό. Να στολίσουν θέλουμε οι λέξεις, ο Λόγος, το αδιέξοδο μας, να το δεχτούμε ύστερα, να επέλθει ειρήνη.
Μα γονατίζουμε όλοι στον ίδιο θεό, και τελειώνουν οι λέξεις, πιστεύουμε όλοι στα ίδια όπλα, κι αυτά μας προδίδουν! γιατί κανείς δεν ηρέμησε, κανείς δεν νίκησε πολεμώντας με δαύτα!

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Και μια μέρα θα μ' αποκηρύξω!

Μια μέρα θα 'χω γράψει τόσα πολλά, θα 'χει μεστώσει μέσα μου ο Λόγος,
θα 'χω σχηματιστεί, λογοτεχνικά και ψυχικά, θα έχω αποκτήσει το δικό μου ύφος, μπορεί να έχω δημιουργήσει και Σχολή! θα είμαι πάντως σεβαστή κι αναγνωρισμένη.

Θα είμαι συγγραφέας περιωπής, θα γράφω μόνο σε εφημερίδες που εκτιμούν το Ωραίο, θα διακηρύσσω ιδέες και θα εκφράζω άποψη σαν άνθρωπος της Τέχνης.

Μα η συγκινητική στιγμή θα είναι εκείνη, που αποφασισμένη, σίγουρη, θ' αποκηρύξω τα πρώιμα δημιουργήματα μου. Θα διαγράψω τελικά, την τωρινή βλακεία μου απ' το χάρτη!

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Εν μέσω μιας ιστορικής ησυχίας...

“Γεννηθήκαμε σε μια πολύ αδιάφορη ιστορική συγκυρία, στην πιο αδιάφορη, γεννηθήκαμε στην κοίλη στροφή της ιστορίας. Εκεί που η κοινωνία, εξασθενημένη, ματωμένη, διαλυμένη σχεδόν απ' τις συγκρούσεις και τους αγώνες της, κλείνεται και σωπαίνει, φοβάται κοιτά γύρω της απειλητικά, τρομοκρατεί και τρομοκρατείται. Ζούμε την μεταβατικότητα, τα συντηρητικά χρόνια εκεί που οι ιδέες τελειώσαν, τα όνειρα φθάρθηκαν, οι ελπίδες κατέρρευσαν. Κανείς δεν είναι σίγουρος γιατί απέτυχε άλλη μια γενιά, να κάνει τη γη Παράδεισο, κανείς δεν ξέρει, δεν κατάλαβε, κανείς δεν είναι σίγουρος για ν' απαντήσει. Η γενιά μας ζει ακριβώς εκεί : ανάμεσα στα φθαρμένα όνειρα και τις σβησμένες ελπίδες, να ψάχνει τα αίτια, να αναλώνεται σ' αναμασήματα, σ' ιστορίες τελειωμένες, να χάνεται στις λεπτομέρειες. Κι ορίστε όλοι μας γεράσαμε πριν την ώρα μας και χάσαμε τις δυνάμεις μας σ' ανούσιες πληροφορίες, δικαιολογίες της ιστορίας, κι ενέργεια δεν έχουμε, δεν έχει κανείς μας πρωτότυπες ιδέες. Κάνουμε πως δεν το ξέρουμε μα δεν έχουμε ανάμεσα μας ούτε έναν ηγέτη, να κάνει τα σχέδια της γενιάς μας, να μας εκφράσει, να μας οδηγήσει στη δική μας τομή. Κάνουμε πως δεν το προσέξαμε ότι όσοι από εμάς δεν είναι πρακτικά ηλίθιοι ή τυφλοί, είναι δυστυχισμένοι στα όρια της κατάθλιψης. Αλλά έτσι είναι δυστυχώς, και το ζω το βλέπω σε κάθε πρόσωπο, μας καταπίνει αυτή η αδιαφορία, μας συνθλίβει, γιατί είναι ολική και αναπόφευκτη. Δεν μπορούμε να πάμε το χρόνο πίσω να γεννηθούμε 100 ή 50 χρόνια πριν, να τον πάμε μπροστά να γεννηθούμε στην επόμενη επανάσταση. Εν τέλει, η ιστορική ησυχία μας φέρνει στα άκρα, αναζητούμε απεγνωσμένα μια φλέβα ζωής. Ζητάμε να βρούμε την σανίδα σωτηρίας μας. Κι όπως υπάρχει αυτή η άμεση σχέση της ψυχής με την Τέχνη, δημιουργείται μέσα μας αυτή η ψευδής ροπή προς την καλλιτεχνικότητα. Αυτή η ροπή υπάρχει γιατί προσπαθούμε απεγνωσμένα ν' αποδείξουμε πως δεν πεθάναμε, κι είναι όμως τα έργα μας νεκρά, στείρα η φαντασία μας, η έμπνευση μας. Δυστυχώς δεν είμαστε η γενιά φαινόμενο όπως πιστεύατε μέχρι σήμερα, αυτή με τους πιο ευαίσθητους ανθρώπους, η γενιά που έχει πιο πολλούς καλλιτέχνες απ όσους έζησαν σ όλη τη γη ως τώρα. Αντιθέτως. Κι είναι τόσο θλιβερό, δείτε τα πρόσωπα σας, θέλουμε τόσο απεγνωσμένα να ξεχωρίσουμε μα είμαστε το μεσαίο σκαλοπάτι! κι είναι κατάρα αυτή γραμμένη στο μέτωπο μας”.

Σταμάτησε να μιλά, κι ένιωσα να με διαπερνά μια ανατριχίλα, μια νότα δημιουργικής απελπισίας.

Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής!

Ας υποθέσουμε λοιπόν πως έμεινε κάτι ακόμα να πούμε! Ας το μοιραστούμε με χαμόγελο!
Ας προσποιηθούμε ότι δεν κρέμεται από πάνω μας, αιμοσταγής
, η Ιστορία,
πρόθυμη να διαλύσει την όποια αίσθηση μοναδικότητας μας, να σβήσει την τελευταία αφελή ελπίδα μας, να μηδενίσει την όποια υποψία παρθενογέννησης στο έργο μας. Ας υποθέσουμε πως δεν στάζει περιφρόνηση πάνω μας, απ' τα βιβλία που ξαπλώνουνε στα ράφια.

Η καλύτερα, ας αισθανθούμε κοινοί γιατί αυτό μας πρέπει. Ας γονατίσουμε, ίδιοι χριστιανοί, μπροστά
σ' αυτούς που τόσο παλιότερα και τι κρίμα! τόσο καλύτερα, ψιθύρισαν τις τωρινές μας σκέψεις.

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Παραιτούμαι

Και να ‘ξερες πόσες φορές προσπάθησα, μάτωσα πάνω απ’ τα χαρτιά μου, ίδρωνα και σκούπιζα με τα χέρια τον ιδρώτα , και σκίζονταν τα χαρτιά, κι απελπισμένος τα άλλαζα ξανά και ξανά. Και να με ‘βλεπες τι ζωή έκανα, δεν σήκωνα κεφάλι απ’ το γραφείο μου δεν έβγαινα ποτέ, ξεχνούσα να φάω να πιω, λιποθυμούσα και σηκωνόμουν μόνος μου ξαφνιασμένος απ’ το κατάντημα μου. Κι ένιωθα ότι αυτό που έκανα ήταν το σωστό, έπρεπε να υποφέρω, να γρατζουνίσω το είναι μου να βγάλει λέξεις, να βγάλει ιστορίες ανείπωτες, βαθιά θαμμένες στα άδυτα της ψυχής μου, έλεγα πως έτσι γίνεται κάποιος συγγραφέας. Και έφτανε μια μέρα που ο οργανισμός μου δεν άντεχε άλλο ήθελε ξεκούραση, ήθελε να αναπνεύσει και μες στις τύψεις μου, έβγαινα δειλά δειλά έξω, οι γείτονες τρόμαζαν να με δουν έτσι αδυνατισμένος που ήμουν, με μάζευαν και με τάιζαν απ’ το σοκ τους, μου έχωναν μπουκιές στο στόμα και με παρακαλούσαν τι σ’ έπιασε πάλι, γιατί καταστρέφεις τον εαυτό σου, και ‘γω μισοπεθαμένος υποσχόμουν πως δεν θα το ξανακάνω, κι υπέφερα σε κάθε μπουκιά πιο πολύ, γιατί δεν άντεξα, δεν άντεξα για άλλη μια φορά να γρατζουνίσω την ψυχή μου ως εκεί που πρέπει. Και περνούσαν οι μέρες και εγώ συνήθιζα στην ζωή, μου άρεσε βλέπεις και μου αρέσει ακόμη, απολαμβάνω τη ζωή όπως λίγοι προικισμένοι ανάμεσα μας. Ερωτευόμουν κάθε δυο μέρες, έκλαιγα γελούσα κάθε πρωί και κάθε βράδυ χόρευα και έπινα, και δεν κοιμόμουνα ποτέ, έκανα φίλους. Λάτρευα την ζωή την προσκυνούσα, την τιμούσα κάθε μέρα. Το σπίτι μου ήταν πάντοτε γεμάτο από καλλιτέχνες κάθε είδους, είχαμε μουσικούς και ζωγράφους, κι εγώ παρίστανα το συγγραφέα, μα κανείς δεν ήξερε πως δεν είχα γράψει ποτέ μου, πως το μόνο που έκανα όταν έλεγα ότι θα γράψω ήταν να παλεύω με τα χαρτιά και τα μελάνια μου, να φτάνω τα όρια μου κι οι λέξεις να μη θέλουν να βγουν, να φτάνω τελικά αναπνοή αναπνοή με τον ίδιο το Θάνατο, κάθε φορά που ήθελα να γράψω να καταστρέφομαι και να μην γράφω. Και πάντα μια μέρα που θα μεθούσαμε γλυκά κι εξαντλημένοι απ’ το τραγούδι θα αρχίζαμε τις αμπελοφιλοσοφίες των χορτασμένων, θα με παρακαλούσαν να τους διαβάσω κάτι κι εγώ θα άρχιζα τα ψέματα μου, πως είναι όλα τα έργα μου μισά, πως ψάχνω τη μαγική κατακλείδα μου, πως δεν γίνεται να τους διαβάσω λίγο, θα σ’ άρεσε εσένα να δείξουμε τον πίνακα σου μισό, ν’ ακούσουμε μισό το τραγούδι σου. Στιγμιαία απελπιζόμουν, ήθελα να τρέξω μακριά τους, αλλά κρατιόμουν μ’ επιτυχία στο ύψος του ρόλου μου, του συγγραφέα. Ύστερα οι φίλοι μου φεύγανε απογοητευμένοι που δεν με πείσανε πάλι, κι εγώ αφού έκλεινα για τελευταία φορά την πόρτα πίσω τους , κατέρρεα μέσα κι έξω μου, έκλαιγα έκλαιγα κι έκλεινα τα πατζούρια, ασφάλιζα την πόρτα, έκλαιγα πιο πολύ, έπεφτα στα γόνατα και θρηνούσα την αποτυχία μου, και μόνο όταν τελείωνε ο οδυρμός, όταν δεν μπορούσα να σκεφτώ από τον πονοκέφαλο, σηκωνόμουν αργά αργά, έπλενα το πρόσωπο μου κι έβγαζα τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι.

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Λέξεις,λέξεις,λέξεις...

Και πως να βιάσεις τις λέξεις να βγουν, πως να τις πείσεις, αφού τις κρατούσες κλειδωμένες τόσο καιρό, λες και δεν ήξερες πως να τις γράψεις,μη τις φοβάσαι, λέξεις είναι, λόγια του αέρα, μελάνι στο κενό. Απλά, μερικές φορές σε κάνουν να νιώθεις υποχείριο, γιατί εκφράζονται σε συγκεκριμένη σειρά, με συγκεκριμένους κανόνες, και άλλες φορές κάνουν πραγματικά ό,τι θέλουν, για παράδειγμα δημιουργούν τυχαίες ρίμες, που θες και προσπαθείς απελπισμένα να τις βγάλεις απ' το κείμενο σου, γιατί είναι τόσο παράφωνες, κι αυτές εμφανίζονται συνεχώς, και αφού δεν έχεις μέσα σου ρίμες, γιατί σου βγαίνουν στο χαρτί, κανείς δεν ξέρει.

Μα το μόνο που έχω και θέλω να μπορέσω κάποια μέρα να γράψω, αν μ αφήσουν οι λέξεις, είναι ο ρυθμός με τον οποίο διαβάζω, αισθάνομαι τα κείμενα σαν μουσική, αλλά μια συγκεκριμένη μελωδία, θαρρείς και νιώθω πως πρέπει να τις βάλω, ώστε ν' ακούσω σωστά αυτά που ήθελαν να πουν, γι αυτό μ εκνευρίζουν οι λέξεις γιατί υπάρχει πάντα ένας τρόπος να τις γράψεις, και με τυραννάνε ώσπου να τις βάλω στην σωστή σειρά.

Και τώρα διαβάζω τη μελωδία, κι είμαι πολύ περίεργη, τη διαβάζεις κι εσύ;