Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Που λογαριάζω το μηδέν μου με το άπειρο...

Ας μιλήσουμε για το σημείο μηδέν, που για σένα ήταν το άπειρο, ας καταλάβουμε την πτώση βήμα βήμα. Πως έγινε και δεν στάθηκες, στη μέση έστω να κοιτάξεις πίσω, κι όταν σε πήρε η κατηφόρα, μικρέ μαζοχιστή μου γιατί χαμογελούσες; Όταν το άπειρο σου, γινόταν μπόι σου, όταν το όνειρο σου, γέμιζε ασάφειες, όταν τα λόγια σου, χωρούσαν σε ένα γεια, γιατί δεν μετάνιωσες για την φόρα σου; Γιατί το επέτρεψες, με την σκλαβωμένη σου δήθεν ανωτερότητα, τα δήθεν ξεκαθαρίσματα σου, πως δέχτηκες να τριγυρνάς μεσα σε αυλές με εγκληματίες;
Μπορεί να ρωτάω μα ξέρω, πως αγκιστρώθηκες, πως σε παρέσυρε στην παρεξήγηση της εικόνας. Με σταθερές δόσεις επανασύνδεσης, με σταγονόμετρο αυθορμητισμού. Αν είναι ποτέ δυνατόν, φόρεσε και τα ρούχα της κανονικότητας και σου ζητάει ν' αλληθωρίσεις!
Κάνε ό,τι θέλεις, βλάκα μου, αλλά τα πράγματα είναι ολοφάνερα: ποιος να δημιουργήσει τ' όνειρο όταν το συσκευάζει σε πακέτα; ποιος να σου δώσει τ' άπειρο, αν σου κρατάει λογαριασμό;

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Καπνίζω Μαργαρίτες

Καπνίζω τις Μαργαρίτες μου, με μια διάθεση αυτολύπησης, λυποντροπής α λα Μαλβίνα. Με μια κρίση αυτογνωσίας, με μια ανατριχίλα συνειδητοποίησης. Για ό,τι δεν κάπνισα, δεν εξέπνευσα ποτέ μου, για ό,τι δεν ήπια, δεν μέθυσα. Κλείνω τα μάτια, προσπαθώντας να κρατήσω τις Μαργαρίτες μέσα μου, μ' ενοχλούν τα πνευμόνια μου, και βήχω. Απόψε καπνίζω την παραδοχή μου, περπατώ βλέποντας κάτω. Και όσο δεν θα πονέσω, χαμογελώ με τα μαύρα δόντια μου, τα επιδεικνύω, και χαίρομαι την γνώση μου, κλεισμένη σε κόκκινα πακέτα. Δεν υπάρχει πια τίποτα να δικαιολογήσω, καπνίζω λουλούδια και πίνω όνειρα διεστραμμένα, στα πρώτα μου βήματα. Στο τελευταίο τσιγάρο, ένα χαμόγελο, για τις αλληγορίες, που έγιναν αλήθειες παραμυθένιες.

... Πάω στις μαργαρίτες πέρα στο λιβάδι
πράσινο λιβάδι σα ζωγραφιστό

- Πούθε πας μικρό μου διόλου δεν φοβάσαι
πέρα είν' το λιβάδι ώρες μακριά

Η δικιά μου αγάπη διόλου δεν φοβάται
τ'ανοιχτό τ'αγέρι την δεντρο-σκιά...

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Κοιμήσου μάτια μου

Και απέκτησα συνήθεια, να είμαι ασαφής, να δίνω μισόλογα με χαμόγελα, να σκέφτομαι τρεις απαντήσεις και να μη δίνω καμία, να νιώθω ένοχη, και να εθίζομαι αδίστακτα, πεισματικά. Να παίρνω πρόσωπα, να κάνω εκφράσεις, χαρούμενες σιωπές, ν' αφήνω βλέμματα, γιατί αυτό που φοβάμαι πιο πολύ είναι να δίνω δικαιολογίες. Να εκτίθω σε τόσα μάτια το μέσα μου, το έξω μου και να με κρίνουν, δεν αντέχω την κρίση, τις συμβουλές, γιατί όλο βρίσκω δίκιο στις κατηγορίες, όλο έχουν δίκιο οι φωνές και όλο άδικο οι πράξεις. Δεν αντέχω, μη βαράτε, κι όσοι ζουν ευτυχισμένοι, είναι αυτοί που κρίθηκαν σωστοί, ίσως αυτοί που δεν τους νοιάζει η κρίση. Η ανασφάλεια μου έχει πλέον σχέση με την επιβίωση. Ασφυκτικά κλεισμένη σε μια κατάσταση, που λάθος δεν βλέπεις, αλλά δεν είσαι σωστός, υποφέρω από τα κλισέ που ψιθυρίζουν, μες στο μυαλό μου. Να τα σπάσω τα καταραμένα, αλλά θέλει δύναμη, που να την βρεις, όταν στο δρόμο σου, οι γύρω ώμοι είναι ήδη κλαμμένοι, όταν τα χέρια ιδρώνουν να σε κρατάνε, όταν οι κριτές σου, γίνονται θύματα της άδικης αντίληψης σου. Γκρίνια, ναι, απόγνωση όχι, στην νάρκη της βούλησης που έχω πέσει, μία ακραία αντίδραση δίνει πρόσκαιρα λύση.

Κι αν κλείσω τα μάτια , σ' ό,τι ακουμπώ περνώντας, αν κλείσω τ' αυτιά στα κλισέ, αν μείνω μόνος, τότε δεν έχει βλέμματα πια, τότε πονάει στ' αλήθεια, τότε η Κρίση είναι μία, αυτή που ξέρει καλά, πως δεν δικαιούσαι άφεση, δεν δικαιούσαι παράπονο, η γκρίνια σου είναι τώρα αιτία του πόνου σου, εστία αμαρτίας. Για κει δεν έχω να πω τίποτα πια. Εκεί αν μπορείς να μετράς προβατάκια, να φωνάζεις τραγούδια, να κοιμάσαι αν μπορείς, όσο πιο γρήγορα γίνεται, όταν είσαι μόνος.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Στον δεύτερο μοναδικό μου αναγνώστη

Απείλησα μ' ένα βλέμμα μου την ησυχία.
Γι αυτό φοβήθηκες.
Έσπρωξα την ανοχή στα όρια της.
Είδες σε τι συμβατικά πλαίσια είχες βάλει την ουτοπία, ζήλεψες την δική μου.
Αυτό είναι ζήλεια μου, αποτυχία.
Δεν προσπάθησες να ανέβεις, με τραβούσες κάτω.
Να σπάσουμε ήθελα την κατεστημένη αγάπη τους,
να τα φέρουμε όλα ανάποδα, κι εσύ,
εσύ κοιτούσες να με σταματάς όταν ξέφευγα τα μικρά σου μέτρα.

Ο έρωτας δεν πρέπει να ναι τετριμμένος γιατί δεν είναι έρωτας.
Να σ΄ερωτεύομαι και να 'ναι επανάσταση η τέλεια ένωση μας,
αυτό ήθελα.
Να κάνουμε λίγη την πεπατημένη.
Και εσύ δεν μπόρεσες να καταλάβεις τίποτα, μικρή συνηθισμένη μου.
Πίσω στον καναπέ σου.